- προσεπιφθέγγομαι
- Α1. προσθέτω, αναφέρω κάτι ακόμη2. φανερώνω επίσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπιφθέγγομαι «ομιλώ, επιλέγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπιφθέγγομαι — πρόσ ἐπιφθέγγομαι utter after pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)